Κομοτηνή

Κομοτηνή

Η δύναμη της συνύπαρξης

Όσο κι αν θες να το αποφύγεις, σε κλισέ καταλήγεις: μια πόλη-πέρασμα, ένας σταθμός, όπως ήταν πάντοτε· πολυπολιτισμικός, πολυπρόσωπος, πολυδιάστατος. Η Κομοτηνή των αντιθέσεων, το μεταίχμιο, η συνένωση, η εμπειρία Ανατολής και Δύσης.

Χρώματα, μυρωδιές, ακούσματα. Σε ένα είδωλο το άγγιγμα δύο κόσμων. Δύο γλώσσες, δύο θρησκείες, μία συμβίωση. Ασυναίσθητα προσπαθείς να εντρυφήσεις με βήματα αργά, δεν θες να εισβάλεις σε κάτι που (λόγω άγνοιας;) σε σένα μοιάζει να πατά σε λεπτές ισορροπίες.

Για τους Κομοτηναίους η πραγματικότητα στην οποία μεγάλωσαν δεν είναι καθόλου «ανασφαλής». Οι ζωές χριστιανών και μουσουλμάνων είναι αλληλένδετες. Οι πολιτισμοί τους, αν και διαφορετικοί, αλληλοσυμπληρώνονται. Σχηματίζουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό που καθορίζει το πολυπολιτισμικό πρόσωπο του σύγχρονου και πολύβουου θρακιώτικου κέντρου.

40.000 κάτοικοι. Ένας θα βρεθεί να ρωτήσει «Πάλι τους μιναρέδες θα δείξετε;» όποτε κι αν πας. Τους μιναρέδες και τη μητρόπολη. Το Γενί Τζαμί πλάι στον Πύργο του Ρολογιού και τη χαμηλωμένη στο έδαφος Παναγία (ή Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία το 1800, οπότε χτίστηκε, δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τα τζαμιά).

Τα πνιγμένα στις κληματαριές πλακόστρωτα της Ερμού, το Εσκί Τζαμί με τους δυο εξώστες του, τα γυναικεία πρόσωπα πίσω από τις μαντίλες, τους περίπου 10.000 φοιτητές του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου, τους ξασπρισμένους μαντρότοιχους, τις πολυσύχναστες πλατείες, τη συνύπαρξη.

Τα αρχοντικά του 19ου αιώνα που αναπαλαιώθηκαν και φιλοξενούν μουσεία, τους μουσουλμανικούς μαχαλάδες με τα λαβυρινθώδη στενά που στέκουν ανέγγιχτοι στο πέρασμα του χρόνου.

Τα μειονοτικά σχολεία και τα ιεροδιδασκαλεία, τα ξενικά γράμματα στις ταμπέλες που στο άπειρο μάτι -αν μη τι άλλο- κάνουν εντύπωση. Το «σπαθί» -το ανεγερμένο επί χούντας και γι’ αυτό «αμφιλεγόμενο» ηρώον τους- και την κεντρική πλατεία Ειρήνης.

Τους ποδηλατόδρομους που σιγά σιγά ολοκληρώνονται, τα νεοαφιχθέντα δημοτικά ποδήλατα που παραλαμβάνεις και αφήνεις σε συγκεκριμένα σημεία, τους «On Bikes» με το πόδι στο πετάλι που εξορμούν κάθε Τετάρτη στην καθιερωμένη τους βόλτα στα γύρω χωριά.

Τον Δημοτικό Κήπο των 21 στρεμμάτων, τη Δημοτική Αγορά, τα καρότσια των πλανόδιων, το Λαογραφικό και το Αρχαιολογικό Μουσείο.

Το Ιμαρέτ με τον εκκλησιαστικό του πλούτο, τον λαϊκό πολιτισμό όλων των φυλών της γης που τίθεται προς πώληση στο πανθρακικό «προσκύνημα»: στο παζάρι του Σαββάτου που τελείται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τα καφεκοπτεία του ιστορικού κέντρου, τα στραγαλατζίδικα και τους «ιερούς» χώρους παρασκευής του «αμαρτωλού» σουτζούκ-λουκούμ.

Μακάρι να μπορούσε να ξεπηδήσει μέσα από τις σελίδες η μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ. Μακάρι να μπορούσες να τη φυλακίσεις, να την πάρεις μαζί σου. Να μπορούσες να απλώσεις το χέρι πίσω από τα γράμματα, να γευτείς τα φρεσκοψημένα στραγάλια, να μπουκώσεις μέτρα ολόκληρα του καρυδάτου «φιδίσιου» λουκουμιού.

Να περπατήσεις μέσα από έγχρωμες φωτογραφίες τον πιο πολυσύχναστο δρόμο, την Ορφέως, στα χνάρια της άφαντης σήμερα κοίτης του ποταμού Μπουκλουτζά, να φέρεις στον νου τα ασπρόμαυρα στις καρτ ποστάλ γεφύρια, ακόμα και το «βαρέλι του τροχονόμου» -για χρόνια σημείο αναφοράς- με τα κρεμάμενα πεσκέσια των νομοταγών πολιτών που ξηλώθηκε άδοξα.

Να βουτήξεις στους θησαυρούς των διάσπαρτων παλαιοπωλείων, να παρακολουθήσεις -δίχως πραγματικά κανένα σκοπό να ψωνίσεις- τους μαστόρους εν δράσει στα τενεκετζίδικα, στα στοιχισμένα ραφεία τα δάχτυλα να παίρνουν φωτιά, να φτάσεις να αναρωτηθείς πώς να παραγγείλεις «σωστά» -ελληνικό ή τούρκικο;- τον καφέ στους καφενέδες.

Να βλέπεις εναλλάξ κρεμασμένες στα περίπτερα τον «Χρόνο» και τη «Χουριέτ», να πίνεις μαύρο τσάι και αχνιστό σαλέπι και η τηλεόραση να πιάνει Τουρκία, να παίζει τον Ερντογάν.

Η εικόνα του παπά στην αδειανή το καταμεσήμερο μητρόπολη να σηκώνει στα χέρια ένα νεογέννητο και να το διαβάζει πάντα θα σε στοιχειώνει· όταν ψέλνει ο ιμάμης, σε όποιον Θεό κι αν πιστεύεις, σωπαίνεις, στρέφεις το κεφάλι στην κατεύθυνση που αντιλαλεί η προσευχή. Επτά ναοί στην πόλη της Κομοτηνής, 16 τζαμιά. Εξήντα τέσσερις ναοί στην ύπαιθρο, 143 τζαμιά. Πώς να τα αποφύγεις; Γιατί να το κάνεις;

Τα εμπορικά καταστήματα της Βενιζέλου συνθέτουν το δικό τους παζάρι. Μέσα και γύρω από το 100 χρόνων κτίσμα της Λέσχης Κομοτηνής ανακαλύπτεις στέκια φροντισμένα – με περισσότερη ίσως προσωπικότητα από τα αθηναϊκά. Και τα τείχη του Θεοδοσίου Α’.

Και αυτά θα δείξεις. Το αρχαιότερο μνημείο τους, τα σύνορα της «πρώτης» Κομοτηνής, γνωστής ως Κουμουτζηνά επί Βυζαντίου (Γκιουμουλτζίνα επί Τουρκοκρατίας), του μικρού και ασήμαντου τότε πολίσματος, τον σταθμό των ταξιδευτών της ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού.

Ανατολή, Δύση. Τα πάντα σε δύο βήματα. Και δύο και τρεις κόσμοι. Ακόμα και η Βουλγαρία «κόπιασε». Ηρθε σε απόσταση αναπνοής μέσω του φρεσκοανοιγμένου κάθετου άξονα Κομοτηνής – Νυμφαίας – Μακάζα. Είκοσι πέντε λεπτά και περνάς τα σύνορα. Μιαν άλλη φορά ίσως το κάνεις. Εχεις ακόμα πολλά να δείξεις.

 

Πολυσυλλεκτικό χαρμάνι

Τσιγγάνοι, Πομάκοι, πρόσφυγες του ’22 από την Ανατολική Θράκη, Αρμένιοι και παλιννοστούντες Πόντιοι από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Συμβίωση ανθρώπων, συνηθειών, επαγγελμάτων, αρχιτεκτονικής. Πολυκατοικίες, μονοκατοικίες και τενεκέ-μαχαλάδες. Χωριά, οικισμοί και γειτονιές χριστιανικές, μεικτές ή εξολοκλήρου μουσουλμανικές.

Οι τουρκογενείς μουσουλμάνοι της Θράκης (με αυτό τον όρο διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους ομοθρήσκους τους, Πομάκους και Ρομά) παρέμειναν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου που εξαιρέθηκαν από τη Συνθήκη της Λοζάνης.

Μιλούν την τουρκική, φοιτούν σε μειονοτικά σχολεία, κάποιοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα και μιλούν πολύ καλά ελληνικά. Η φράση «μιλά πολύ καλά ελληνικά» ακούγεται, είναι χαρακτηρισμός, παρόλο που δεν έφυγες σε καμία άλλη χώρα.

 

Ποια άλλη χώρα;

Πόσοι αλήθεια κάνουν τον κόπο να τραβηχτούν ως τη γειτονιά της Αγίας Βαρβάρας; Να δουν το σμίξιμο, το πραγματικό του πρόσωπο, 10’ από το κέντρο, από τη λεωφόρο Ηρώων δεξιά. Να ψωνίσουν από τον φούρνο του Γιώργου Μακρίδη που συνεχίζει την παράδοση από το 1896, μια παράδοση που έφεραν οι γονείς του από τις Σαράντα Εκκλησιές.

«Παράδοση στη λαγάνα, και στα Ραμαζάνια και στην Καθαρά Δευτέρα», σου λέει. Χριστιανισμός και Ισλάμ και στο ψωμί, ουρές, χαμός, ανάλογα την περίσταση.

Παραδίπλα, στη «Θράκη» της οικογένειας Χουσεΐν βρίσκεις τα καλύτερα τουλουμπάκια και γιαούρτι με πέτσα παραδοσιακό. Παρακάτω συναντάς την «οδό Λαβυρίνθου», η οποία δεν είναι απλώς ένας δρόμος αλλά ολόκληρη συνοικία με τους χαρακτηριστικούς μαντρότοιχους, τα αδιέξοδα, τις αυλές.

Θαυμάζεις το δαιδαλώδες σύμπλεγμα από ψηλά, από τον 5ο όροφο μιας πολυκατοικίας. Οι ψηλοί τοίχοι προφυλάσσουν τις γυναίκες από τα αδιάκριτα βλέμματα, τα σπίτια επικοινωνούν, λέγεται μάλιστα πως οδηγούν στην καρδιά της πόλης χωρίς να χρειαστεί να βγεις στον δρόμο.

Τα του κέντρου είναι εύκολα. Στου Κωνσταντίνου πας για στραγάλι αφράτο, πιπεράτο ή αλμυρό διά χειρός κυρίας Ντίνας, στου Κέκκερη για φρεσκοαλεσμένο καφέ (σε οδηγεί με κλειστά μάτια το άρωμα), στου Νεντίμ για σουτζούκ-λουκούμ (μια και το εφηύρε το 1950). Και απλώς περπατάς. Για ενιαίο χαρακτήρα δεν ψάχνεις.

Ακόμα και τα εναπομείναντα νεοκλασικά -μάρτυρες της ευημερίας των αστών του 19ου αιώνα- ξεπροβάλλουν διάσπαρτα.

Γνωστότερα του Πεΐδη (νυν Λαογραφικό Μουσείο), η εντυπωσιακή Τσανάκλειος (πρώην Αστική Σχολή του 1900) που μες στην γοητεία της ρημάζει, το αρχοντικό Σκουτέρη (Θρακικό Εθνολογικό και Πολιτιστικό Μουσείο) το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κατοικίας της αστικής τάξης.

Σημαντικά (και επίσης επισκέψιμα κατόπιν συνεννοήσεως) το Μουσείο Κ. Καραθεοδωρή, του διακεκριμένου Ελληνα μαθηματικού που φιλοξενεί ακόμα και την αλληλογραφία του με τον Α. Αϊνστάιν, αλλά και το Μουσείο Καλαθοπλεκτικής των Ρομά που αξίζει κάθε ένα από τα 9 εκτός πόλης χιλιόμετρα ως τον γειτονικό Θρυλόριο.

Παίρνεις και μια ιδέα των περιχώρων. Όλου του κάμπου που αναβλύζει βαμβάκι. Οργασμός εργασιών στα χωράφια, μάζεμα με το μηχάνημα με τα ψαλίδια, με το χέρι. Οι μουσουλμάνοι ως επί το πλείστον καλλιεργούν καπνά, ασχολούνται με την κτηνοτροφία, με τα μελίσσια.

Στον Βορρά, η οροσειρά της Ροδόπης και οι «φύλακες» των συνόρων, οι Πομάκοι. Νότια, όλοι οι λάτρεις της παραλιακής ζώνης, από φέτος το καλοκαίρι και πολλοί Βούλγαροι, όλοι διψασμένοι για θέα στο Θρακικό πέλαγος.

 

Φλαμίνγκο, φρέσκο ψάρι & γλυκά νερά

Από το κέντρο του νομού οι αποστάσεις εκμηδενίζονται. Βόρεια, παίρνεις στο κατόπι το Ασπρόρεμα, έναν από τους ορμητικούς χειμάρρους που διατρέχουν την καρδιά της Ροδόπης και που χαρίζει το πόσιμο νερό του στην Κομοτηνή. Έρημο μες στα καπνοχώραφα ανακαλύπτεις τον παλαιότερο μιναρέ της περιοχής (Εσκί Μιναρέ ή μιναρέ της Φωλιάς), λίγο μακρύτερα τον μακεδονικό τάφο των Συμβόλων.

Αισίως καταλήγεις στο φαράγγι, σε έναν από τους αγαπημένους κοντινούς προορισμούς των Κομοτηναίων, ιδανικό για βόλτα ή για ψάρεμα, ειδικά την ημέρα της Πρωτομαγιάς.

Διασχίζεις και τα 17 χλμ. μες στη βλάστηση του περιαστικού άλσους Νυμφαίας για πανοραμική θέα στον κάμπο και τη λίμνη Βιστωνίδα, για στάση στο τουριστικό περίπτερο, για τζόγκινγκ παρέα με τους περιπατητές, για να εισχωρήσεις στα έγκατα της γης στο οχυρό της Νυμφαίας (το τελευταίο προς ανατολάς συγκρότημα της Γραμμής Μεταξά) που ξεκλειδώνει τις πύλες του κάθε Κυριακή.

Κινείσαι νότια, με θέα στο Πόρτο Λάγος της Ξάνθης, στρέφεις το κεφάλι απ’ τη μια, έχεις το πέλαγος, κάνεις στροφή 180º, λίμνες απ’ την άλλη.

Με την ισχύ του Καλλικράτη η Κομοτηνή βλέπει πλέον θάλασσα, έχει να υπερηφανεύεται για 5 λιμνοθάλασσες, την Ισμαρίδα (ή λίμνη Μητρικού), τη χερσόνησο της Μολυβωτής και το Φανάρι.

Η συστάδα των παράκτιων λιμνών σε συνδυασμό με τις εκβολές των ποταμών και τη μοναδική με 100% γλυκό νερό Ισμαρίδα, εντάσσονται στους Υγρότοπους Διεθνούς Σημασίας της συνθήκης RAMSAR.Δεκατέσσερα τ.χλμ., 170 είδη πουλιών. Ο μεγαλύτερος αριθμός από όλους τους υγροβιότοπους της Ελλάδας.

Έτσι απλά, σε 30′ από την πόλη, αναπνέεις την αλμύρα, μετράς δεκάδες φλαμίνγκο στις όχθες της Ξηρόλιμνης, της Αρωγής, της Αλυκής, του Ελους και της Πτελέας. Ξεχνάς τα κοψίδια και τους τζιγεροσαρμάδες, κάνεις όρεξη για φρέσκο ψάρι με ουζάκι στη Σκάλα Φαναρίου, για ποδηλατάδα καβάλα στην ακτή της Μέσης, για βουτιές στη δημοφιλέστερη παραλία του Φαναρίου-Αρωγής.

Προσπερνάς ταμπέλες που ενημερώνουν πως το βαθύ όργωμα απαγορεύεται, εισέρχεσαι στην επικράτεια της αρχαίας Στρύμης, της ανατολικότερης θρακικής αποικίας της Θάσου, αν βάλεις το χέρι κόντρα στο φως την αγγίζεις στον ορίζοντα.

Στέκεις σε κιόσκια-παρατηρητήρια πουλιών, ψάχνεις για θέσεις θέας που να αποκαλύπτουν το μεγαλείο της πνιγμένης στους καλαμιώνες Ισμαρίδας, σκαρφαλώνεις στον λόφο της αμμουδερής Μολυβωτής, το μόνο υπερυψωμένο σημείο που αποκαλύπτει πανοραμικά την ομορφιά του απόλυτα επίπεδου τοπίου.

Με θέα στις παράγκες των ψαράδων, με βλέμμα στα ατάραχα διβάρια, με τον ήλιο να χάσκει πίσω από τα σύννεφα, όπως στο άκουσμα του ιμάμη, τώρα σωπαίνεις για την ώρα της δύσης· την καθημερινή ιεροτελεστία της φύσης, όταν γλυκά και αλμυρά νερά βάφονται κόκκινα και στη συνείδησή σου γίνονται ένα.

Ένα με την πολυπρόσωπη Κομοτηνή, ένα με την πολύπλοκη ταυτότητα μιας πόλης-πλημμυρίδας εικόνων και αισθήσεων, που το ’χει στο αίμα της! Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ξεχωρίζει. Οι αντιθέσεις, άλλωστε, πάντα συνέθεταν ένα απαράμιλλο σύνολο.